- κοπάιος
- -οφρ. «κοπάιο βάλσαμο» — ελαιορητίνη που λαμβάνεται από τον κορμό τού δέντρου τής Νότιας Αμερικής Copaifera officinalis και χρησιμοποιούνταν παλαιότερα εσωτερικά μεν σε περιπτώσεις κυστίτιδας, βλεννόρροιας και βρογχίτιδας, εξωτερικά δε υπό μορφή εμπλάστρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. copaiba (resin «ρητίνη») < πορτογ. copaiba. Η λ. προέρχεται από τη γλώσσα Τούπι, ομώνυμης φυλής Ινδιάνων τής Βραζιλίας].
Dictionary of Greek. 2013.